Eίναι η ορειβασία αθλητισμός;

Μετά την απόφαση της ΓΓΑ σύμφωνα με την οποία η ειδική αθλητική αναγνώριση ανακαλείται εάν το σωματείο (π.χ. ΣΕΟ Θεσσαλονίκης) δεν επιδεικνύει την αθλητική δραστηριότητα που προβλέπεται από το καταστατικό της αντίστοιχης Ομοσπονδίας εγείρεται ένα ερώτημα. Είναι η ορειβασία αθλητισμός; Συμπεριλαμβάνεται η ορειβασία στον αθλητισμό η είναι κάτι άλλο; Ως γνωστόν η ΕΟΟΑ  εκπροσωπεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό την ορειβασία, την αγωνιστική αναρρίχηση, το ορειβατικό σκι και άλλες συναφείς δραστηριότητες. Η τήρηση των σχετικών λογιστικών βιβλίων αποτελεί άλλη υπόθεση που δεν εξετάζεται εδωπέρα.

Διάφοροι σημαίνοντες κοινωνιολόγοι του αθλητισμού και άλλοι επιστήμονες προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του αθλητισμού. Στη διαμόρφωση ενός ορισμού του αθλητισμού τρία κύρια ζητήματα πρέπει να εξετασθούν σύμφωνα με τον Coakley (1986): 1) Αναφέρεται ο αθλητισμός σε ειδικούς τύπους δραστηριοτήτων; 2) Εξαρτάται ο αθλητισμός από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι δραστηριότητες αυτές πραγματοποιούνται; 3) Εξαρτάται ο αθλητισμός από τους υποκειμενικούς προσανατολισμούς των συμμετεχόντων στις δραστηριότητες; Από τη μεριά της ορειβασίας η απάντηση και στα τρία αυτά ερωτήματα είναι θετική.

«Αθλητισμός είναι οι επίσημες, εκλογικευμένες και προσανατολισμένες προς ένα στόχο προσπάθειες που παρέχουν λίγη ευκαιρία για φαντασία ή προσποίηση από τη μεριά των διαφόρων προσώπων των οποίων οι πράξεις συμβάλλουν άμεσα στον καθορισμό του αθλητικού αποτελέσματος. Αυτές οι δραστηριότητες στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση τους αποτελούν υπολογισμένες, ορθολογικά προγραμματισμένες προσπάθειες» (Edwards, 1973). Όπως είναι γνωστό οι ορειβάτες επιδίδονται υπολογισμένες, ορθολογικά προγραμματισμένες προσπάθειες τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της ορειβατικής δράσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ορειβασία είναι αθλητισμός. Οι υπόλοιποι όμως ορισμοί είναι αντίθετοι.

«Αθλητισμός είναι η θεσμοποιημένη, συναγωνιστική φυσική δραστηριότητα» (Kenyon, 1970). Υπ’ αυτή την έννοια η ορειβασία βρίσκεται εκτός αθλητικού πλαισίου.

«Αθλητισμός είναι μια θεσμοποιημένη φυσική δραστηριότητα με στοιχεία συναγωνισμού, όπου η σωματική – ψυχολογική απόδοση είναι σημαντική για το αποτέλεσμα, και η συμμετοχή καθορίζεται από κανόνες που διαμορφώνονται από τις επίσημες αθλητικές Ενώσεις» (Partiksson, 1988). Η συμμετοχή στην ορειβασία δεν καθορίζεται από κανόνες που διαμορφώνονται από τις επίσημες αθλητικές Ενώσεις.

«Αθλητισμός είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που περιλαμβάνει μια ειδική διοικητική οργάνωση και ένα ιστορικό υπόβαθρο, ή κανόνες οι οποίοι καθορίζουν το στόχο και περιορίζουν τη μορφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, περιλαμβάνει συναγωνισμό και/ή πρόκληση και μία απόλυτη έκβαση η οποία πρωταρχικά καθορίζεται από τη σωματική επιδεξιότητα» (Singer, 1986).  Η πρόκληση αποτελεί συνισταμένη της ορειβασίας. Ο συναγωνισμός είναι ενάντια στη φύση μερικές φορές. Άλλες φορές πάλι υπάρχει φανερός συναγωνισμός μεταξύ ορειβατών αλλά και μεταξύ κρατών για το ποιος θα κατακτήσει πρώτος μία καινούργια κορυφή. Ενίοτε υπάρχει ένας λανθάνων συναγωνισμός σε ομάδα ορειβατών που υποτίθεται ότι διακατέχονται από πνεύμα αλληλεγγύης για το ποιος θα ανέβει πρώτος σε ένα βουνό.

«Αθλητισμός είναι μία σωματική δραστηριότητα που έχει το χαρακτήρα παιχνιδιού και η οποία περιλαμβάνει έναν αγώνα με τον εαυτό μας ή τους άλλους, ή μία αντιμετώπιση των φυσικών στοιχείων» (McIntosh, 1979). Η αντιμετώπιση των φυσικών στοιχείων αποτελεί πολλές φορές την  πεμπτουσία της ορειβασίας π.χ. κόντρα στον άνεμο, κοντρα στις χιονοπτώσεις κλπ.

«Αθλητισμός είναι μια θεσμοποιημένη, συναγωνιστική φυσική δραστηριότητα υπό μορφή παιχνιδιού για μερικούς, που περιλαμβάνει σωματική ανδρεία ή σωματική διέγερση από τη μεριά των αγωνιζομένων οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ή είναι μέρος επίσημα οργανωμένων ενώσεων» (Jordan, 1984). Η σωματική ανδρεία αποτελεί μέρος της ορειβασίας αλλά δεν υπάρχει θεσμοποιημένη, συναγωνιστική φυσική δραστηριότητα

Για τον Παππά (1986) αθλητισμός είναι «κάθε κοινωνική ενέργεια(ες), η οποία γίνεται από ένα ή περισσότερα άτομα που επηρεάζονται από τον κοινωνικό περίγυρο. Τα κίνητρα που στρέφουν αυτά τα άτομα είναι συνειδητά άμεσα ή έμμεσα ως προς την επιτυχία μιας νίκης ή αθλητικής επίδοσης. Η ενέργεια αυτή των αθλουμένων γίνεται βάση της τήρησης αναγνωρισμένων κανόνων και ιδιαίτερα της άμεσης επαφής του συναγωνισμού, όταν υπάρχει αντίπαλος αθλητής. Οι κανόνες αυτοί κατευθύνουν τις ενέργειες των αθλουμένων και ανάλογα με τις δυνατότητες επίδοσης αυτών, είναι νικητές ή νικημένοι». Όμως, ο ορισμός αυτός δεν αναφέρει ότι το επίπεδο απόδοσης συναντά σχετικά υψηλά επίπεδα προσδοκιών (Coakley, 1983), ότι ο αθλητισμός συνεπάγεται σθεναρά προσπάθεια και φυσική ανδρεία (Jordan, 1984) και τέλος ο αθλητής πρέπει να είναι σωματικά και ψυχολογικά ενεργός σ’ έναν επίσημο αθλητικό οργανισμό όπως π.χ. ένα σωματείο (Patriksson, 1988). Η ορειβασία δεν εμπίπτει μέσα σε αυτά τα πλαίσια.

Ο Σταμίρης (1991, σ. 48) ορθά διαφωνεί με τους παραπάνω ορισμούς επειδή είναι στατικοί και όχι δυναμικοί. Για τον συγγραφέα ο όρος αθλητισμός είναι ένας ιστορικός όρος του οποίου «η έννοια αλλάζει, μεταβάλλεται, διαφοροποιείται από τη μία χρονική περίοδο στην άλλη και από τον ένα κοινωνικό σχηματισμό στον επόμενο». Σε κανέναν από τους προαναφερθέντες ορισμούς (εκτός του Παπά, 1986) δεν γίνεται αναφορά στη διαλεκτική σχέση μεταξύ αθλητών και φιλάθλων. Φυσικά στην ορειβασία δεν υπάρχουν φίλαθλοι να παρακολουθήσουν.

Για τον Σταμίρη, κάθε αθλητικός συναγωνισμός γίνεται μπροστά στα μάτια κάποιου θεατή ο οποίος έμμεσα ή άμεσα επηρεάζει τον αθλητή να συμμετάσχει στον αγώνα. Υπ’ αυτή την έννοια, οι άλλοι, δηλαδή οι φίλαθλοι, αποτελούν ένα παντοδύναμο κοινωνικό περίγυρο. Οι φίλαθλοι, που αποτελούν παντοδύναμο κοινωνικό περίγυρο, ευνοούν κυρίως μεγάλες, “αποδεκτές”, ομάδες με αυξημένη τηλεθέαση. Οι φίλαθλοι αποτελούν παντοδύναμο κοινωνικό περίγυρο μόνο στην αγωνιστική φάση και στα κυρίως παιχνίδια αλλά είναι άφαντοι στην προετοιμασία και στην προπόνηση. Η αθλητική συμπεριφορά των αθλητών αλλά και η στάση των φιλάθλων απέναντι τους εκφράζουν το σύστημα αξιών της αντίστοιχης κοινωνίας. Τι συμβαίνει όμως με εκείνα τα αθλήματα όπου δεν υπάρχουν θεατές, ή αν θέλετε οι μοναδικοί “θεατές” είναι οι ίδιοι οι συναθλητές, συνασκούμενοι και οι οργανωτές αυτών των αγώνων ή της σωματικής δραστηριότητας, π.χ. ορειβασία, ultra-μαραθώνιοι σε ορεινές περιοχές, αγώνες προσανατολισμού με πυξίδα, αναρρίχηση σε βράχους, χιονοδρομία cross-country, wind-surfing, κολυμβητικοί μαραθώνιοι και άλλα αθλήματα που διεξάγονται εκτός γυμναστηρίου; Είναι φανερό ότι ο Σταμίρης υπερτονίζει τον θεαματικό αθλητισμό κορυφής παραπάνω απ’ όσο πρέπει.

Όπως αναφέρεται σε ορειβατικό website «Η ορειβασία δεν είναι άθλημα, με την έννοια του αγωνίσματος (από το αθλώ που σημαίνει αγωνίζομαι για την κατάκτηση επάθλου), γιατί αγώνας είναι συναγωνισμός αθλητών (αντιπάλων) και χαρακτηρίζεται από θέαμα, χρονόμετρα, κριτές, επιδόσεις, κατατάξεις, πρωταθλητισμό, έπαθλα, διαφημίσεις, θεατές, ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και όλα τα άλλα καλά και κακά που απορρέουν από τους αγώνες και του κατ’ ανάγκην θεμιτού και αθέμιτου ανταγωνισμού, που όλα τους είναι εκτός της φιλοσοφίας, του πνεύματος και της ιστορίας της ορειβασίας. Για τους λόγους αυτούς η άσκηση της ορειβασίας και συγκεκριμένα της δύσκολης ορειβασίας έχει καθιερωθεί και από την Πολιτεία ως άθλημα μη ανταγωνιστικό». (http://www.fop.gr/ennoia-ths-oreivasias/ Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιώς).

Για τον Coakley (1986) οι αυτοκινητοδρομίες είναι αθλητισμός γιατί απαιτούν σημαντική εξάσκηση στην επίτευξη του μεγίστου χρόνου αντίδρασης και των λεπτών κινητικών επιδεξιοτήτων στο χειρισμό της μηχανής. Αντίθετα, το σκάκι δεν είναι αθλητισμός επειδή δεν περιλαμβάνει τη χρήση πολύπλοκων κινητικών επιδεξιοτήτων ή μια σθεναρά σωματική προσπάθεια. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, η πράξη της τρίπλας στην καλαθοσφαίριση δεν είναι τόσο σημαντική όσο το οργανωτικό φόντο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η πράξη της τρίπλας. Όπως αναφέρει ο Coakley (1986, σ.12) τα στοιχεία της θεσμοποίησης μιας δραστηριότητας περιλαμβάνουν τα εξής: α) την τυποποίηση των κανόνων της δραστηριότητας, β) την εφαρμογή των κανόνων από επίσημες ρυθμιστικές αντιπροσωπείες, γ) την σημαντικότητα των οργανωτικών και τεχνικών όψεων της δραστηριότητας και δ) την επισημοποίηση της εκμάθησης των επιδεξιοτήτων. Για τον Coakley ο αθλητισμός λαμβάνει χώρα όταν τα εσωτερικά κίνητρα της συμμετοχής συνυπάρχουν με τα εξωτερικά κίνητρα που είναι διαφορετικά από την απλή ευχαρίστηση ή τη σωματική έκφραση. ΄Εδωσε τον ακόλουθο ορισμό: «Αθλητισμός είναι μια θεσμοποιημένη συναγωνιστική δραστηριότητα που περιλαμβάνει μια ρωμαλέα σθεναρά προσπάθεια ή τη χρήση σχετικά πολύπλοκων φυσικών επιδεξιοτήτων από άτομα που παρακινούνται να συμμετάσχουν από ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων».

Όπως βλέπουμε από τους προαναφερθέντες ορισμούς για τον αθλητισμό, η λέξη κλειδί είναι ο συναγωνισμός. Για τον Martens (1975) συναγωνισμός είναι «μια κατάσταση στην οποία η σύγκριση της απόδοσης ενός ατόμου γίνεται με κάποια κριτήρια υπό την παρουσία ενός άλλου προσώπου ο οποίος γνωρίζει τα κριτήρια της σύγκρισης και μπορεί να αξιολογήσει την διαδικασία συναγωνισμού». Από την άλλη μεριά ο όρος Φυσική Αγωγή αναφέρεται στην αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου πριν εκτραπεί από τις πολλές και διάφορες επιδράσεις του πολιτισμικού περιβάλλοντος» (Hubert cited in Καρακατσάνης, 1992). Στην ορειβασία τα κριτήρια της σύγκρισης είναι θολά, αν και πολλές φορές οι ορειβάτες μετράνε πόσος χρόνος χρειάσθηκε για να ανέβουν στην κορυφή σε σύγκριση με άλλους ορειβάτες. Κοιτάνε δηλαδή το χρονόμετρο.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης (1980) ταξινόμησε τις αθλητικές δραστηριότητες σε τέσσερις κατηγορίες: 1) Ανταγωνιστικά αθλήματα με κανονισμούς και αντιπάλους, π.χ. ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση, χόκεϋ στον πάγο. 2) Υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες, π.χ. περπάτημα, ορειβασία, τρέξιμο, κολύμβηση, αναρρίχηση. 3) Αισθητικές κινήσεις, π.χ. χορός και ρυθμική γυμναστική. 4) Δραστηριότητες φυσικής κατάστασης, π.χ. ασκήσεις υγείας και ευεξίας. Η τελευταία ομάδα βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ σπορ και ιατρικής θεραπείας ή ιατρικής πρόληψης. Συνεπώς σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης (1980) η ορειβασία είναι μία υπαίθρια αθλητική δραστηριότητα.

Ο Engstrom (1986) κάνει περίπου έναν παρόμοιο διαχωρισμό των αθλητικών δραστηριοτήτων. 1) Ανταγωνιστικός αθλητισμός, π.χ. κλασικός αθλητισμός και ομαδικά αθλήματα. 2) Δραστηριότητες φυσικής κατάστασης, π.χ. γυμναστική με βάρη ή άλλα όργανα, τρέξιμο. 3) Σωματική αναψυχή και παιχνίδι, π.χ. παραδοσιακοί χοροί, ορειβασία, wind-surfing, παιχνίδια. 4) Χορός σαν μορφή τέχνης, π.χ. κλασικό μπαλλέτο, μπαλλέτο jazz, μοντέρνος χορός. Σημαντική διαφοροποίηση υπάρχει στην 2η κατηγορία του Συμβουλίου της Ευρώπης όπου, πέρα από τις υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες, ο Engstrom προσθέτει και το παιχνίδι, τους παραδοσιακούς χορούς κ.ά. (σωματική αναψυχή και παιχνίδι). Συνεπώς η ορειβασία σύμφωνα με τον Engstrom (1986) αποτελεί σωματική αναψυχή αλλά όχι ανταγωνιστικό αθλητισμό.

Η έννοια των σπορ έχει μια ευρύτερη διάσταση που συμπεριλαμβάνει τον αθλητισμό. Σύμφωνα μ’ έναν περιεκτικό κοινωνιολογικό ορισμό, σπορ είναι μια δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου με κεντρικό στοιχείο τη φυσική προσπάθεια που εκφράζεται άλλοτε ως παιχνίδι και άλλοτε ως εργασία. Η δραστηριότητα αυτή είναι ανταγωνιστική, εξαρτάται από κανόνες και ειδικούς θεσμούς και επιδέχεται μεταμόρφωση της σε επαγγελματισμό”. Όπως γνωρίζουμε όλοι σε αντίθεση με επαγγελματικές αθλητικές ομάδες και ιδιωτικά αθλητικά κέντρα όπου τα πρωταρχικά κίνητρα είναι οι εξωτερικές και κοινωνικές ανταμοιβές των συμμετεχόντων (Επικερδής συμμετοχή) στην ορειβασία οι εξωτερικές ανταμοιβές είναι υποδεέστερες των άλλων ανταμοιβών (Εσωτερική συμμετοχή).

           Και ερχόμαστε τώρα να σχολιάσουμε τις συγγενείς με την ορειβασία δραστηριότητες. «Η προσαρμογή όμως της ορειβασίας στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της κοινωνίας, είναι μια εξέλιξη που δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους, ούτε και να μας εκπλήσσει. Έτσι ένα μέρος της συνολικής δράσης των ορειβατών πάνω στο βουνό και συγκεκριμένα η ορειβατική χιονοδρομία (ορειβατικό σκι) εξελίχθηκε και σε άθλημα, με διεξαγωγή αγώνων, κανονισμούς, αθλητές, θεατές κ.ά. Λόγω όμως της προέλευσης του αθλήματος από το χώρο της ορειβασίας και του γεγονότος ότι το πεδίο διεξαγωγής των αγώνων είναι το βουνό και οι συμμετέχοντες αθλητές είναι αναγκαστικά ενεργοί ορειβάτες, η ανταγωνιστικότητα ασκείται ακόμα σε συνθήκες «ευγενούς άμιλλας», που προκαθορίζεται από τη φύση του αθλήματος και τους όρους διεξαγωγής των αγώνων». (http://www.fop.gr/ennoia-ths-oreivasias/ Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιώς). Άρα ενώ υπάρχει «ευγενής άμιλλα» στο ορειβατικό σκί εντούτοις ούτε αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ώς αθλητισμός.

«Το φαινόμενο της αναρρίχησης σε τεχνητές πίστες, που έγινε άθλημα και ονομάζεται αγωνιστική αναρρίχηση, δεν έχει βέβαια καμία απολύτως σχέση με την ορειβασία ή με την αναρρίχηση βράχου (ούτε ανήκει σε αυτές τις δραστηριότητες, ούτε αποτελεί εξέλιξή τους), γιατί το πεδίο της ορειβασίας ή της αναρρίχησης βράχου είναι το βουνό ή ο βράχος αντίστοιχα, ενώ το πεδίο της αγωνιστικής αναρρίχησης βρίσκεται σε γυμναστήρια ή άλλους χώρους μιας πόλης και είναι ένας κατασκευασμένος τοίχος, κάθετος ή και με κλίση και με τεχνητά πιασίματα – πατήματα, στον οποίο γίνονται αναρριχήσεις (σκαρφαλώματα), για προπόνηση, επίδειξη ή αγώνες». (http://www.fop.gr/ennoia-ths-oreivasias/ Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιώς). Συνεπώς ούτε αναρρίχηση σε βράχια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αθλητισμός. Το μόνο που απομένει από τον χώρο για να χαρακτηρισθεί ώς αθλητισμός είναι η αγωνιστική αναρρίχηση μέσα σε κλειστά γυμναστήρια. Δεν νομίζω όμως ότι αυτός ήταν ο σκοπός που δημιουργήθηκαν ένα σορό ορειβατικοί  σύλλογοι ανά την επικράτεια. Πολλά ιδιωτικά γυμναστήρια που ουδεμία σχέση έχουν με την ορειβασία υιοθέτησαν αυτή την αθλητική δραστηριότητα για εμπορικούς λόγους.

Ένας από τους στόχους των ορειβατικών σωματείων είναι «να προσελκύσουμε και στην ορειβασία τους αθλητές της αγωνιστικής αναρρίχησης ή να τους ξαναφέρουμε στο βουνό και στις δραστηριότητες που ασκούνται στο φυσικό περιβάλλον. Βέβαια αυτός που επιδίδεται αποκλειστικά στο είδος αυτό της αναρρίχησης και συμμετέχει στους αγώνες, είναι συζητήσιμο εάν πρέπει να λέγεται αναρριχητής ή να λέγεται μόνο αθλητής αγωνιστικής αναρρίχησης. (http://www.fop.gr/ennoia-ths-oreivasias/ Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιώς).

Συμπερασματικά, ενώ η ορειβασία αυτή καθ’ εαυτή δεν θεωρείται αθλητισμός εντούτοις ορειβάτες συχνά επιδίδονται σε αγώνες ορειβατικού σκί η αναρρίχησης, άρα είναι εύκολο κανείς να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Συνεπώς η απόφαση της ΓΓΑ σύμφωνα με την οποία η ειδική αθλητική αναγνώριση ανακαλείται εάν το σωματείο δεν επιδεικνύει την αθλητική δραστηριότητα που προβλέπεται από το καταστατικό της αντίστοιχης Ομοσπονδίας ενώ εμφανίζεται ως τυπικά ορθή εντούτοις είναι ουσιαστικά λανθασμένη ως προς αυτό το σκέλος. Όπως είπαμε η ΕΟΟΑ  εκπροσωπεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό την ορειβασία, την αγωνιστική αναρρίχηση, το ορειβατικό σκι και άλλες συναφείς δραστηριότητες. Από την άλλη επιβάλλεται να γίνει εξονυχιστική έρευνα στα οικονομικά δεδομένα.

Αναφορές

Coakley, Jay (1983). Leaving competitive sport: Retirement or Rebirth? Quest, 35, 1-11.

Coakley, Jay (1986). Sport in Society. Issues and controversies. Third Edition, Saint Louis, Mosby Co.

Edwards, H. (1973). Sociology of sport. Homewood, Ill. The Dorsey Press, USA.

Engstrom, Lars-Magnus (1986). The process of socialization into keep-fit activities. Scandinavian Journal of Sport Sciences B (3): 89-97.

Jordan, Kathleen-Mary (1984). An investigation of the relationship between social class and participation in sport. Dissertation presented in the University of Salford for the Degree of B.Sc. (honours) in Sociology.

Kenyon, G. (1970). The use of path analysis in sport sociology with reference to involvement socialization. International Review of Sport Sociology. 5, 191-203.

Martens, R. (1978). Joy and Sadness in childrens sports. Human Kinetics, USA.

McIntosh, P. (1979). Fair play. Ethics in sport and education. Heinemann.

Patriksson, Goran (1988). Theoretical and empirical analyses of drop-outs from youth sports in Sweden, Scandinavian Journal of Sports Science, 10, 1, pp. 29-37.

http://www.fop.gr/ennoia-ths-oreivasias/ Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιώς. Retrieved on 22.1.2018

Καρακατσάνης, Π. (1992). Εννοιολογικές προσεγγίσεις της Φυσικής Αγωγής. Άθληση και     Κοινωνία, τεύχος,  5, σ. 50-53. (η αναφορά είναι στον R. Hubert, Γεν. Παιδαγωγική Ι, 1972).

Παππάς, Χρήστος (1988). Αθλητισμός, ένα φαινόμενο κοινωνιολογικής έρευνας. Αθλητική Ψυχολογία, 1988.

Σταμίρης, Γ. (1993). Η κοινωνιολογία του αθλητισμού. Εκδόσεις Ζερμπίνη. Αθήνα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.