Η διδασκαλία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πολλές φορές ένας από τους πιο περιστασιακούς και απρόβλεπους τομείς της ελληνικής οικονομίας και για πολλούς εκπαιδευτικούς σημαίνει αγώνα επιβίωσης.
Ο υπογεγραμμένος δίδαξε (εκτός των άλλων) για 14 χρόνια και στο Τμήμα Φυσικής Αγωγής Σερρών (7 χρόνια ως λέκτορας/επίκουρος καθηγητής και άλλα 7 χρόνια ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός φυσικής αγωγής). Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω οικονομικά να πληρώνω ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στις Σέρρες όσο καιρό δούλευα εκεί. Έτσι αποφάσισα να μείνω σε αντίσκηνο στα βουνά έξω από τις Σέρρες. Είχε κρύο. Ήταν μια μικρή σκηνή για ένα άτομο και ήταν εύκολο να τη στήσεις. Υπήρχαν μέρες που ξυπνούσα με το κρύο ή τη βροχή. Έκανα κάμπινγκ μόνο το φθινόπωρο και την άνοιξη γιατί το χειμώνα πολλές φορές χιόνιζε, έβρεχε και είχε κακοκαιρία. Τον χειμώνα η διαμονή στην ύπαιθρο ήταν δύσκολη. Φυσικά όλα τα καλά ρούχα της δουλειάς, τα βιβλία και τα πολύτιμα αντικείμενα ήταν στο αυτοκίνητο για να μην καταστραφούν.
Έκανα διπλή ζωή, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να βλάψει την επαγγελματική μου φήμη αν οι άνθρωποι γνώριζαν ότι κοιμόμουν σε αντίσκηνο πριν μεταβώ στις αίθουσες διδασκαλίας. Ο μισθός ήταν μέτριος και δεν επρόκειτο να τον ξοδέψω σε ξενοδοχεία. Τα χρειαζόμουν τα λεφτά για τη βενζίνη και τα οικογενειακά έξοδα. Το να λέω στους φοιτητές ότι κάποιες μέρες της εβδομάδας κοιμόμουν σε αντίσκηνο ενώ δίδασκα στις Σέρρες μου ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μιλούσα. Ίσως να μου ξέφυγε κάτι καμία φορά. Δεν φοβόμουνα να μείνω το βράδυ έξω γιατί ως ορειβάτης ήξερα καλά τι σημαίνει αυτή η διαμονή σε αντίσκηνο. Για να τα βγάλω πέρα οικονομικά, δούλευα επιπλέον κάποια απογεύματα σε αθλητικό σύλλογο. Οι φοιτητές μου πίστευαν ότι ήμουν καλός δάσκαλος. Σε πολλά ερωτηματολόγια αξιολόγησης είχαν απαντήσει ότι ήμουν καλός δάσκαλος. Ποτέ όμως δεν έπιασα μόνιμη δουλειά στο Πανεπιστήμιο. Αρκετοί δάσκαλοι που φιλοδοξούν μία μόνιμη εργασία στο Πανεπιστήμιο συχνά υφίστανται εκμετάλλευση από διάφορες κλίκες, αρκετές φορές ωθούνται στο χείλος του γκρεμού από αυτούς που κρατούν την εξουσία σε ένα Τμήμα, εξουσία που βασίζεται στην υποταγή σε κελεύσματα άνωθεν και σε μια κουλτούρα φόβου. Μέχρι πολύ πρόσφατα, πολλά μαθήματα στα Τμήματα αυτά παραδιδόταν από αποσπασμένους καθηγητές/ εκπαιδευτικούς με αβέβαιο μέλλον.
Τις περισσότερες φορές κατασκήνωνα στο Μενοίκιο λίγο έξω από τις Σέρρες ή στο βουνό Λαϊλιάς κοντά στο ορειβατικό καταφύγιο η στο Άγγιστρο. Κάνα δυο φορές κοιμήθηκα σ’ έναν λόφο που προορίζονταν για την εκπαίδευση σκύλων λίγο πάνω από τις Σέρρες. Τα νυχτερινά φώτα της πόλης ασκούσαν μία αδιαόρατη γοητεία. Τα πράγματα άλλαξαν όμως κάποια βραδιά. Εκείνο το βράδυ ήρθε ένα ζευγάρι με το αυτοκίνητο. Έστρεψε τα φώτα του αυτοκίνητου του κατά πάνω στη σκηνή μου. Ήταν ξημερώματα και φυσικά δεν βγήκα έξω από το αντίσκηνο. Αφού κατανάλωσαν αρκετό αλκοόλ υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής επιδοθήκαν σε έντονες ερωτικές περιπτύξεις. Βογγητά και φασαρία ακούγονταν για αρκετές ώρες. Το άλλο πρωί ξενύχτης σηκώθηκα, ντύθηκα για να πάω στο μάθημα. Τα άδεια μπουκάλια αλκοόλ τα είχαν πετάξει στο χώμα. Είχαν κοιμηθεί βαθιά. Εκεί δεν ξαναπάτησα.
Μια άλλη φορά, όταν πήγα για κάμπινγκ έξω από το καταφύγιο του Λαιλιά, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένα τεράστιο σκυλί που φύλαγε το καταφύγιο. Άρχισε να γαυγίζει. Αμέσως απομάκρυνα γρήγορα τη σκηνή μου σε μια άλλη θέση πιο μακριά. Κάποτε πάλι έστησα το αντίσκηνο όχι μακριά από έναν χωματόδρομο. Τα μεσάνυχτα συνειδητοποίησα ότι ένας οδηγός αυτοκινήτου οδηγούσε σαν τρελός πάνω στο χωματόδρομο και παραλίγο να με χτυπήσει. Ίσως για να κόψει δρόμο πήγαινε σε κάποιο κοντινό χωρίο ακολουθώντας δασικούς δρόμους. Έτσι την επόμενη φορά μετακόμισα το αντίσκηνο μου ακόμη πιο μακριά μέσα στο βαθύ δάσος. Το βράδυ μπορούσα να ακούσω έναν βαρύ ήχο περπατήματος πάνω στα πεσμένα φύλλα. Τα ξερόκλαδα έσπαγαν κάτω από το βάρος του πέλματος. Ήταν μια αρκούδα! Μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο και όταν η αρκούδα έφυγε, βγήκα πάλι από το αυτοκίνητο και πήγα στη σκηνή για ύπνο! Αργότερα έμαθα ότι στον Λαϊλιά έχει απομείνει μία και μοναδική αρκούδα. Μία άλλη φορά πάλι στον Λαϊλιά πήγα να στήσω αντίσκηνο έξω από το καταφύγιο αλλά άρχισε να ρίχνει τόσο χοντρό χαλάζι που δεν άντεξα και κατέβηκα με μεγάλη δυσκολία στο πλησιέστερο χωριό για να κοιμηθώ σε κρεβάτι. Ο δρόμος ήταν γεμάτος στροφές, η ορατότητα μηδενική από τη συνεχή χαλαζόπτωση και η ώρα περασμένη μέσα στη νύχτα. Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη βραδιά που άκουγα πυροβολισμούς πάνω στο βουνό του Λαιλιά! Ένας πυροβολισμός, δύο, τρείς και ύστερα κι άλλος και άλλος. Οι κυνηγοί είχαν στήσει καρτέρι για θηράματα! Οι πυροβολισμοί αναστάτωναν την βραδινή απόλυτη ησυχία του δάσους! Τις επόμενη εβδομάδα πήγα στο δασαρχείο Σιδηροκάστρου και ανέφερα το γεγονός. Ο δασάρχης μου είπε ότι είναι αδύνατον να κυνηγήσουν τους παράνομους κυνηγούς διότι η υπηρεσία δεν διαθέτει χρήματα για βενζίνη! Έτσι οι δασοφύλακες κάθονταν παροπλισμένοι μέσα στα γραφεία ενώ οι κυνηγοί αλώνιζαν ανεμπόδιστοι τα βουνά! Με την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Ήταν η εποχή που οι ασθενείς αγοράζαν και τις γάζες και τους ορούς πριν πάνε στα κέντρα υγείας γιατί υπήρχε έλλειψη ακόμη και για τα βασικά εφόδια. Για να βγάλει τα έξοδα του ένας από τους δασάρχες πουλούσε μέλι στους επισκέπτες του Δασαρχείου! Αγόρασα μερικά βάζα για να τον ενισχύσω οικονομικά. Φυσικά το πρόβλημα του παράνομου κυνηγιού δεν λύθηκε. Συνέχισα να πηγαίνω για κατασκήνωση στον Λαιλιά.
Το βιβλίο που διάβαζα όταν σκοτείνιαζε ήταν το «Walden, η Η ζωή στο δάσος» του πρωτοπόρου Αμερικανού ριζοσπάστη οικολόγου Henry David Thoreau. Το 1854 ο Henry David Thoreau έγραψε: «Η απλότητα και η γύμνια της ζωής του πρωτόγονου ανθρώπου μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ένα τουλάχιστον πλεονέκτημα που του χάρισαν ήταν να τον κάνουν ταξιδιώτη από τη φύση του. Μόλις αναζωογονούνταν από το φαγητό και τον ύπνο ξανάπιανε να σκέφτεται το ταξίδι του. Ζούσε σαν ξαναλέμε, μόνιμα σε ένα αντίσκηνο κάπου στη γη, είτε κατέβαινε στις κοιλάδες είτε διέσχιζε τις πεδιάδες είτε σκαρφάλωνε τις βουνοκορφές. Αλίμονο όμως! Οι άνθρωποι έγιναν εργαλεία των εργαλείων τους. Ο άνθρωπος που μάζευε μόνος του τα φρούτα όταν πεινούσε έγινε γεωργός κι εκείνος που στεκόταν κάτω από ένα δένδρο για να προφυλαχθεί από τον καιρό έγινε νοικοκύρης. Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια» (Henry David Thoreau, 1854, σ.78. Walden η ζωή στο δάσος. Εκδόσεις Κέδρος 2007). Ο φόβος φυσικά ήταν ένα συναίσθημα που εμφανίζονταν καμιά φορά και έπρεπε να τον αντιμετωπίσω. Όταν συνέβαινε αυτό διάβαζα από τους Ψαλμούς. Εκεί αναφέρει (Ψαλμοί 23, παρ. 4): «αν και περπατώ σε κοιλάδα βαθιάς σκιάς, δεν φοβάμαι κανένα κακό, γιατί Εσύ είσαι μαζί μου. Το ραβδί σου και το μπαστούνι σου, αυτά με παρηγορούν». Το πρωί σηκωνόμουν, έβαζα τα καλά μου ρούχα και πήγαινα στη σχολή για διδασκαλία και άλλες υποχρεώσεις.
Το πανέμορφο Χιονοχώρι ήταν άλλο ένα από τα αγαπημένα μου μέρη για να στήσω τη σκηνή. Έστηνα τη σκηνή έξω από το χωριό, όχι μακριά από την καλύβα των κυνηγών. Από εκεί υπήρχε μια μαγευτική θέα των Σερρών το πρωί. Αγνάντευα στον ορίζοντα πίνοντας τσαϊ μέχρι να πέσει το πέπλο της νύχτας. Το χωριό Άγκιστρο ήταν ένας άλλος κορυφαίος προορισμός. Λίγο πιο μακριά από τα μοναδικά λουτρά των θερμών πηγών Άγκιστρου υπήρχε αρκετός χώρος για να στήσω τη σκηνή. Δεν μπορούσα να αντέξω οικονομικά και δεν ήθελα να κοιμηθώ στο ξενοδοχείο όταν ο καιρός ήταν καλός. Φυσικά τον χειμώνα δεν είχα άλλη επιλογή. Σιδηρόκαστρο, Κάτω Πετρίτσι, Νευροκόπι, Άνω Πορόια, Άνω Ορεινή ήταν κάποιοι από τους προορισμούς. Μερικές φορές ακόμη και μέσα στις Σέρρες έπεφτε άφθονο χιόνι. Τότε έμενα στις Σέρρες.
Για να μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε κάποιες υπαίθριες δραστηριότητες με τους φοιτητές φοιτήτριες έπρεπε να ταξιδέψουμε αρκετά μακριά από τη βάση μας που ήταν φυσικά η Σέρρες. Και επειδή οι φοιτητές δεν είχαν μέσο να μετακινηθούν έπρεπε να τους παραλάβω από τις Σέρρες να τους μεταφέρω στην Κερκίνη, στο Λευκοχώρι, στον Λαχανά κλπ., να τους επιστρέψω πίσω μετά το τέλος των κουραστικών υπαίθριων δραστηριοτήτων και εν συνέχεια μετά από όλα αυτά να επιστρέψω στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Έπρεπε να αποφύγω τη διανυκτέρευση εκτός έδρας αφού είχα οικογένεια. Σε αρκετές περιπτώσεις έφθανα κυριολεκτικά στα όρια των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του. Επέστρεφα στο σπίτι του εξουθενωμένος και άϋπνος. Για να αντέξω στο τιμόνι και να μην κοιμηθώ τσιμπούσα τον εαυτό μου! Άλλες φορές φώναζα δυνατά και έβριζα τον εαυτό μου μέσα στο αυτοκίνητο για να «διώξω» την κούραση! Επικίνδυνες καταστάσεις. Γνώριζα έναν συνάδελφο που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη στο παιδαγωγικό Τμήμα Αλεξανδρούπολης. Ατέλειωτες ώρες οδήγησης. Κάποια στιγμή κοιμήθηκε και έπεσε πάνω σ’ένα φορτηγό από πίσω! Με την πρόσκρουση ξύπνησε ξαφνικά και έσφιξε το τιμόνι! Σώθηκε από θαύμα! Επειδή κανένας από τους συνάδελφους που μετακινούνταν από τη Θεσσαλονίκη προς τις Σέρρες και αντίστροφα δεν ήθελε να τελειώσει τα μαθήματα του στο ΤΕΦΑΑ Σερρών αργά την Παρασκευή όρισαν εμένα να κάνω μάθημα κορμού την Παρασκευή απόγευμα. Ήθελαν όλοι οι συνάδελφοι- ισσες να βρίσκονται σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή με τις οικογένειές τους. Αλλά και οι περισσότεροι φοιτητές- φοιτήτριες είχαν ήδη φύγει την Παρασκευή απόγευμα από τις Σέρρες. Ελάχιστοι είχαν απομείνει για να παρακολουθήσουν θεωρητικό μάθημα. Τελειώνοντας το μάθημα και προκειμένου να βοηθήσω τη μετακίνηση φοιτητών, -τριων από τις Σέρρες προς τη Θεσσαλονίκη τους έπαιρνα μαζί μου παρέες παρέες και τους άφηνα σε κάποια στάση στη Θεσσαλονίκη για να γλυτώσουν τα έξοδα και την ταλαιπωρία με τα ΚΤΕΛ. Η μεταφορά τους ήταν ακόμη ένα ρίσκο.
Για μερικά χρόνια δίδασκα -εκτός των άλλων- και το μάθημα των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο ΤΕΦΑΑ Σερρών. Αυτό διεξάγονταν μία φορά την εβδομάδα στις 8.00 ακριβώς το πρωί μέχρι τις 11.00 (τρία τμήματα). Για να φθάσω στις Σέρρες στις 7.45 π.μ. το αργότερο έπρεπε να ξυπνήσω με το ξυπνητήρι στις 4.30 π.μ. κι αφού ετοιμασθώ να ξεκινήσω στις 5.30 π.μ. και προσεκτικά προσεκτικά να φθάσω στις Σέρρες στις 7.30 π.μ. για να προλάβω να ξαναπιώ έναν καφέ. Έπινα τον καφέ είτε στις Σέρρες είτε σε κάποια μαγαζιά- βενζινάδικα στο δρόμο. Κοντά στο χωριό Βαμβακιά είχε μία μεγάλη καφετέρια δίπλα σε βενζινάδικο. Μία μέρα όταν ξαναπέρασα από εκεί κοίταξα προς την καφετέρια και έτριψα τα μάτια μου. Ολόκληρη η καφετέρια δεν υπήρχε πια! Μήπως έβλεπα παραισθήσεις; Είχε ξηλωθεί εκ θεμελίων! Λές και δεν υπήρξε ποτέ. Δεν έμαθα ποτέ την αιτία. Ήταν παράνομο κτίσμα; Δεν γνωρίζω. Πάντως ήταν η εποχή που είχε αρχίσει ο νέος φόρος ΕΜΦΙΑ να χτυπάει κατακούτελα στο κεφάλι! Το κάθε παραπανίσιο κτίσμα και το κάθε παραπανίσιο τετραγωνικό μετρούσε για τη φορολογία.
Η επιστροφή στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη υπό κακές καιρικές συνθήκες (χιονόπτωση, πάγος στους δρόμους, καταιγίδες, ήταν μια πραγματική πρόκληση. Μερικές φορές έπεφτε άφθονο χιόνι μέσα στον βαθύ χειμώνα κοντά στο χωριό Λαχανάς. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας από Σέρρες προς Θεσσαλονίκη και ενώ χιόνιζε με προτροπή του συνάδελφου που μετέφερα μαζί μου σταματήσαμε να φάμε κάτι τις σε απομονωμένο εστιατόριο δίπλα στο δρόμο. Δεν ήθελα να σβύσω τη μηχανή με τίποτα αλλά ο συνάδελφος πεινούσε πολύ και υποχώρησα με βαριά καρδιά. Όταν τελειώσαμε το φαγητό και βγήκαμε έξω τα πάντα είχαν σκεπασθεί από το χιόνι! Ολόκληρο τα αυτοκίνητο είχε σκεπαστεί από το χιόνι! Πήρα μία σκούπα από το μαγαζί και άρχισα να σκουπίζω τα τζάμια του αυτοκίνητου για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Με δυσκολία ξεκινήσαμε και αργά αργά προχώρησα προς το Δερβένι. Εκεί είδαμε εκχιονιστικά που καθάριζαν το δρόμο ενώ από τις λεγόμενες «αλατιέρες» έριχναν αλάτι στους δρόμους. Για άλλη μία φορά είχαμε καταφέρει να φθάσουμε σπίτι σώοι και αβλαβείς. Όταν είχε πολύ χιόνι και πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες δεν έπαιρνα το συμβατικό αυτοκίνητο μου γιατί φοβόμουν. Οδηγούσα μέσα στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Σταυρούπολη και πήγαινα στη στάση του ΚΤΕΛ. Ταξίδευα με το ΚΤΕΛ μέχρι τις Σέρρες και από εκεί με τοπικό λεωφορείο η ταξί έφθανα στον Άγιο Ιωάννη Σερρών. Όταν τελείωνα τη βάρδια έκανα την αντίστροφη διαδρομή για το σπίτι. Ευτυχώς η κακοκαιρία δεν κρατούσε πάρα πολλές μέρες.
Η οδήγηση ήταν επικίνδυνη. Για πολλά χρόνια εκτελούνταν σημαντικά έργα στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης -Σερρών -Προμαχώνα με σκοπό τη διάνοιξη του. Μέχρι να ολοκληρωθούν τα έργα «είδαμε και πάθαμε». Σοκαρίστηκα όταν άκουσα ότι ένας συνάδελφός μου και η σύζυγός του (Αποστόλης και Μαίρη Γκρέζιου) έχασαν τη ζωή τους οδηγώντας από τη Λάρισα, όπου ήταν το σπίτι τους, προς τις Σέρρες μέσα στον χειμώνα! Ανατριχίλα! Σκοτώθηκαν άδικα και άφησαν μόνα τους ανήλικα παιδιά. (Όπως πληροφορήθηκα τα τρία παιδιά τους μεγάλωσαν και έχουν γίνει αξιόλογοι άνθρωποι) Επίσης, στο παρελθόν μια καθηγήτρια μουσικής επίσης είχε χάσει τη ζωή της ενώ οδηγούσε στις Σέρρες για να διδάξει στο Τμήμα Φυσικής Αγωγής. Αναρωτιέμαι πόσοι άραγες εκπαιδευτικοί να σκοτώθηκαν οδηγώντας καθημερινά στο σχολείο του προορισμού τους.
Οι αναμνήσεις αυτές από τη διαμονή μου στον Νομό Σερρών θα με συνοδεύουν για πάντα. Ευτυχώς οι φοιτητές μου και οι συνάδελφοι μου δεν είχαν μάθει ποτέ τίποτα. Τι να εξηγούσα, σε ποιόν και γιατί……..