Αναψυχή, ελεύθερος χρόνος και συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες
Την Τετάρτη 5 Απριλίου 2017 παρουσιάσθηκε το θέμα «Δραστηριότητες αναψυχής σε φυσικό περιβάλλον και υγεία» στα γραφεία του ΣΕΟ Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλους 5α. Άρθρο του Κουκουρή Κωνσταντίνου, Ph.D δημοσιευμένο σε βιβλίο. Το άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση κεφαλαίου με τον ίδιο τίτλο το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του ιδίου. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Η κοινωνική διάσταση του αθλητισμού», 2009, Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο είναι διαθέσιμο από τον συγγραφέα. Παρακαλώ όχι αντιγραφές χωρίς την άδεια του όποιου συγγραφέα κοπίασε για να παρουσιάσει ένα εμπεριστατωμένο θέμα και έκανε ανασκόποση βιβλιογραφίας.
Παρά τις θεωρητικές διαμάχες η αναψυχή ποτέ δεν αποτέλεσε το κεντρικό θέμα ενασχόλησης των κοινωνιολόγων. Αλλά στη δεκαετία του 1990 αυξήθηκε το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον για τα ΜΜΕ, τον αθλητισμό, την αναψυχή και τον καταναλωτισμό. Συγκριτικά, σε σχέση με την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης ο ελεύθερος χρόνος έχει αυξηθεί στην εποχή μας.
Σύμφωνα με το Σταμίρη (1991, σ. 89), η αύξηση του ελεύθερου χρόνου στην εποχή μας είναι άμεσο αποτέλεσμα της ραγδαίας εκβιομηχάνισης με την αδιάκοπη εκλογίκευση της παραγωγής και την αυτοματοποίηση. H κατανομή της εργασίας επέτρεψε την απόλυτη εξειδίκευση, η οποία οδήγησε στην πρόοδο της επιστήμης. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις (π.χ. κομπιούτερ, ρομπότ κ.ά.) οδήγησαν στην αυτοματοποίηση. Το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας για τους ημερομίσθιους εργάτες και για πολλές άλλες κατηγορίες μισθωτών έπεσε από τις 75-85 ώρες εβδομαδιαίως στις 40 ώρες, ενώ όπως προβλέπουν οι αισιόδοξοι μελλοντολόγοι, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα οι άνθρωποι θα εργάζονται περίπου 30 ώρες στις 4 εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Βέβαια, όπως έδειξε η περίπτωση της Γαλλίας όπου αρχικά οι ώρες εργασίας την εβδομάδα είχαν μειωθεί σε 36 και εν συνεχεία αυξήθηκαν πάλι σε 40 δεν πρόκειται για γραμμική μείωση των ωρών εργασίας αλλά για μία ασύμμετρη πορεία μείωσης ωρών. Στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 2016 ο αριθμός των εργαζομένων με μερική απασχόληση ανέβηκε σε 587.924 εργαζομένους που αντιστοιχούν σε 29% του συνόλου των εργαζομένων. Ο δε μέσος μισθός των εργαζομένων με μερική απασχόληση συρρικνώθηκε στα 393,79 μεικτά… Αυτό σημαίνει ότι λόγω έλλειψης εργασίας ο ελεύθερος χρόνος αυξήθηκε όταν δεν αναγκάζονται μερικοί Έλληνες να αναζητήσουν και δεύτερη απασχόληση για να τα βγάλουν πέρα. Η σημαντική αυτή μείωση των ωρών εργασίας εβδομαδιαίως, πέρα από την αυτοματοποίηση λόγω της επιστημονικής ανάπτυξης, οφείλεται σύμφωνα με τον Αυγερινό (1989, σ.122) και σε πολλούς άλλους παράγοντες όπως «τους συνδικαλιστικούς αγώνες, τη βελτίωση της οικονομίας που αύξησε το εισόδημα των εργαζομένων, την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, την αύξηση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας και τέλος την αύξηση της παροχής υπηρεσιών για τον ελεύθερο χρόνο». Για πολλά άτομα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ο αθλητισμός και το παιχνίδι πιθανόν να έχουν αντικαταστήσει ακόμη και την εργασία σαν κεντρική ενασχόληση της ζωής τους και σαν μια σπουδαία πηγή προσωπικής ταυτότητας.
Οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου έχουν γίνει αντικείμενο κοινωνικής έρευνας βασικά για τους ακόλουθους τρεις κύριους λόγους: α) για την κοινωνική ευημερία, β) για τον προγραμματισμό της παροχής υπηρεσιών και αθλητικών εγκαταστάσεων και γ) για τη χρησιμοποίηση των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου σαν κοινωνική απάντηση στα προβλήματα της εγκληματικότητας των νέων και των κοινωνικών αναταραχών (Sports Council & Economic and Social Research Council, 1985). Οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου επηρεάζονται από: 1) την οικογένεια, 2) το σχολείο, 3) την εργασία, 4) τις αλλαγές κουλτούρας στην ηθική, 5) τις αξίες και 6) τις κοινωνικές νόρμες που αφορούν στη σημασία και λειτουργία της εργασίας και του ελεύθερου χρόνου (McPherson, 1984). Ακόμη επηρεάζονται και από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου όπως: α) ηλικία, β) μόρφωση, γ) συζυγικές υποχρεώσεις, δ) τόπος και είδος κατοικίας, ε) επάγγελμα, στ) φύλο, ζ) θρησκεία, η) εθνότητα και θ) κατάσταση υγείας.
Η αξία του αθλητισμού και της αναψυχής για την υγεία των πολιτών καθώς και για την οικονομία, την πολιτική και εθνική υπερηφάνεια, έχουν αναγνωρισθεί από πολλές κυβερνήσεις (Department of Environment and Welsh Office, 1991). Εντούτοις ο Marray (1988) αμφισβήτησε τη λειτουργία των σπόρ και των δραστηριοτήτων αναψυχής όσον αφορά τις επιδράσεις τους στο πρόβλημα της ανεργίας και της απογοήτευσης των νέων και αμφισβήτησε τα πολιτικά κίνητρα της Βρετανικής κυβέρνησης στην παροχή αθλητικών κέντρων.
Γιατί ο ελεύθερος χρόνος αντί να αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό τείνει να γίνει κοινωνικό πρόβλημα και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός ο χρόνος στη βιομηχανική μας κοινωνία;
Όπως αναφέρει ο Σταμίρης (1991), ο ελεύθερος χρόνος άρχισε να προβάλλει σαν ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Δημιουργήθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου όπως επίσης και μια εμπορευματοποιημένη αναψυχή. Οι υποστηρικτές της κριτικής θεωρίας της σχολής της Φρανκφούρτης ανέλυσαν την εμφάνιση της πολιτιστικής βιομηχανίας εμπορικών μαζικών διασκεδάσεων (π.χ. σινεμά, αθλητισμός, τηλεόραση, κόμικς κ.ά.), μέσω της οποίας θα γινόταν εκμετάλλευση των ατόμων και ομογενοποίηση της κουλτούρας. Για τον μαρξιστή Brohm (1978) η σύγχρονη διαδεδομένη βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση στα καπιταλιστικά καθεστώτα αλλά και στις πρώην λαϊκές δημοκρατίες απαιτεί τις σωματικές δραστηριότητες προκειμένου να υπάρξει επαναπροσαρμογή, ανάρρωση και σωματική ανακαίνιση. Το εχθρικό αυτό περιβάλλον κατά τον Brohm αποκτηνώνει και συνθλίβει τον οργανισμό. ΄Ετσι από οικονομική άποψη ο ρόλος της αναψυχής και της σωματικής ανάρρωσης είναι πρώτον η “επισκευή” του σώματος και δεύτερον η προσαρμογή του, ώστε να γίνει πιο ανθεκτικό απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις. Από πολιτική άποψη, επιχειρηματολογεί ο Brohm, η αναψυχή αποτελεί μια τεχνική φυγής από την πραγματικότητα που εξυπηρετεί άριστα τα καπιταλιστικά καθεστώτα μιας και αμβλύνει την κριτική σκέψη των μαζών. Μιας και η μονοτονία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της κοινωνίας πρέπει να δοθούν διασκεδάσεις στους πολίτες της. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον συγγραφέα η αναψυχή έχει μετατραπεί σε μορφή κοινωνικής άμυνας απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Από την άλλη μεριά μπορεί να λεχθεί ότι η υπερβολική αναψυχή δεν αναπαράγει τον καπιταλισμό αλλά με τον τρόπο της τον υπονομεύει. Όπως ακριβώς η υποχρεωτική εκπαίδευση δεν αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της ταξικής κυριαρχίας αλλά ως αποτέλεσμα της ταξικής σύγκρουσης κατά τον ίδιο τρόπο και η αναψυχή δεν αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της ταξικής κυριαρχίας αλλά ως αποτέλεσμα της ταξικής σύγκρουσης (Bowles and Gintis, 1976).
Αθλητισμός και αναψυχή στην ύπαιθρο
Σε προηγμένες χώρες, όπου έχει δοθεί έμφαση στη σπουδαιότητα της υπαίθριας αναψυχής, ο αριθμός των νέων ανθρώπων που ασχολούνται με υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες είναι αρκετά μεγάλος. Για παράδειγμα στη Βρετανία υπάρχουν 2.300 καταφύγια για διαμονή στην ύπαιθρο ενώ το 40% των νέων ανθρώπων απολαμβάνουν την υπαίθρια αναψυχή.
Οι υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες έχουν γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Η δύναμη της υπαίθριας αναψυχής και αθλητισμού έγκειται στη δυνατότητά της να υποβοηθεί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων σε κάθε διάσταση, σωματική, διανοητική, συναισθηματική, κοινωνική και πνευματική. Αποτελεί ένα αληθινά δημιουργικό περιβάλλον. Όπως αναφέρει ο Putnam (1989) οι νέοι άνθρωποι πιθανά ασχολούνται με την υπαίθρια αναψυχή και αθλητισμό για κάποιους λόγους που συχνά συνδέονται μεταξύ τους όπως: 1) Ενδιαφέρον για μία αθλητική δραστηριότητα π.χ. αναρρίχηση σε βράχο και επιθυμία για ανάπτυξη των τεχνικών ικανοτήτων τους. 2) Ενδιαφέρον για το ίδιο το περιβάλλον και πρόθεση να ασχοληθούν με επιτόπιες εργασίες. 3) Πρακτική δέσμευση στον «πράσινο ιδεαλισμό», ο οποίος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος μεταξύ των νέων. 4) Επιθυμία για εμπειρίες μέσα στη φύση και συνεισφορά στη διαφύλαξή της. 5) Επιθυμία για προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη. Η παροχή ευκαιριών για υπαίθρια αναψυχή και αθλητισμό στους νέους των αστικών και περιαστικών περιοχών όπου υπάρχουν και τα χειρότερα προβλήματα (εγκληματικότητα, χουλιγκανισμός, μόλυνση) αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοηθούν οι ισότιμες ανάγκες των νέων στις αγροτικές κοινότητες όπου υπάρχει έλλειψη υλικών πόρων.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της διαχείρισης και προστασίας των δασών είναι το οικονομικό κόστος. Διάφορες προτάσεις έχουν γίνει για την κάλυψη του κόστους. Η ανάπτυξη ήπιων δραστηριοτήτων όπως καφενεία και αθλητικές δραστηριότητες έχουν τεθεί προς συζήτηση. Διαφορετικά υπάρχει η σκέψη ακόμη και για την επιβολή εισιτηρίου εισόδου σε περιαστικά δάση με ότι αυτό συνεπάγεται[1].
Αυτά που ο αστός άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει στη ζωή του επιθυμεί να τα κάνει μέσω της εικονικής πραγματικότητας. Στην εποχή μας μέσω των μηχανημάτων virtual reality ο αθλούμενος μεταφέρεται σε φανταστικούς χώρους που στην καθημερινή του ζωή δεν μπορεί. Χρησιμοποιώντας τα σχεδιασμένα με μαθηματική ακρίβεια μηχανήματα playstation ο αθλούμενος μπορεί να κάνει snowboard, ποδηλασία και windsurfing σε πανέμορφες περιοχές. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι διαρκώς ξεφυτρώνουν διεθνώς νέα περιοδικά περιπέτειας και δράσης που προσπαθούν να ανταποκριθούν στη «συγκινητική απαίτηση για ζωή μακριά από παράλογες δεσμεύσεις – εξαρτήσεις – πειθαναγκασμούς – συμβάσεις».[2] Αντί για συναρπαστικές απολαύσεις η σύγχρονη ζωή προσφέρει ανία, πλήξη, βαρεμάρα και ρουτίνα.
Η επιθυμία για απόδραση είναι πολύ μεγάλη μεταξύ των κατοίκων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, π.χ. ο εκδότης περιοδικού αναψυχής χαρακτήρισε το περιοδικό του σαν το περιοδικό της μεγάλης φυγής. Αλλά είναι η φυγή πραγματικά δυνατή για την πλειοψηφία του λαού μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα που διαρκώς αναπαράγει την ανία και την ρουτίνα; Σίγουρα όχι. Οι κοινωνίες απαιτούν κάποιο βαθμό ομοιογένειας και σταθερότητας στις κοινωνικές αξίες που έχουν οι άνθρωποι (The Concise Oxford Dictionary of Sociology). Μία μεγάλη δυσκολία έγκειται στην παραδοσιακή διαμάχη μεταξύ της προστασίας της φύσης και της χρησιμοποίησης της υπαίθρου από πολυάριθμους επισκέπτες, αθλητές κ.ά., καθώς υπάρχουν και όρια στην πίεση των επισκεπτών επάνω στην εύθραυστη ορεινή φύση. Απειλή για την ανάπτυξη της υπαίθριας αναψυχής και αθλητισμού αποτελεί η τοποθέτηση των εμπορικών συμφερόντων πάνω από τους ευρύτερους εκπαιδευτικούς στόχους.
Δυστυχώς, πολλοί ορειβατικοί και φυσιολατρικοί σύλλογοι επιδιώκουν -σκεπτόμενοι ποσοτικά- να αυξήσουν τον αριθμό των ατόμων που ανεβαίνουν στα βουνά χωρίς να φροντίζουν παράλληλα και για την περιβαλλοντολογική και οικολογική εκπαίδευσή τους (Τσίπηρας 1992, σ. 186). Παρά την επαφή τους με τη φύση πολλοί ορειβάτες και λεγόμενοι φυσιολάτρες ενεργούν με μία αντι-οικολογική πρακτική και μολύνουν με τα σκουπίδια τους τη φύση. Η αύξηση του αριθμού των αθλουμένων θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη περιβαλλοντική τους εκπαίδευση. Η ανθρώπινη ματαιοδοξία για την πρωτιά και η διακαής επιδίωξη του ρεκόρ έχουν κυριεύσει και τους ορειβάτες (Τσίπηρας, 1992).
Οι επιδράσεις του δασικού περιβάλλοντος στην υγεία του ανθρώπου
Σύμφωνα με τον Χρίστο Γαλή, τακτικού ερευνητή στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένες σε έγκυρα διεθνή περιοδικά επιστημονικές έρευνες, αποδεικνύουν πως η ωφέλεια από το περπάτημα στο δάσος είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια αίσθηση. «Στην Ιαπωνία, η Δασική Ιατρική αναγνωρίζεται ως επίσημη ιατρική ειδικότητα.».
Όπως μας αποκαλύπτει ο Γαλλής, οι θετικές επιδράσεις του δασικού περιβάλλοντος στην υγεία του ανθρώπου είναι πολλές:
1) μειώνει την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό και έχει χαλαρωτική επίδραση στα άτομα, μειώνοντας τη δράση του συμπαθητικού που αυξάνει την πίεση.
2) Επηρεάζει έμμεσα το ενδοκρινικό-ανοσοποιητικό σύστημα, προκαλώντας μείωση της αδρεναλίνης και αυξάνοντας τη δραστηριότητα των κυττάρων φυσικών φονέων (NK-natural killers) στο αίμα».
3) Το δασικό περιβάλλον επηρεάζει την ψυχολογία του ατόμου. «Έρευνες έδειξαν ότι η ενασχόληση του ατόμου στο δασικό περιβάλλον μειώνει το άγχος, την κατάθλιψη, τον θυμό, την κούραση, αυξάνοντας τη ζωτικότητα και την ευεξία. Είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του “πνευματικού” stress και της πνευματικής κόπωσης.
4) Επιδρά στο ενδοκρινικό σύστημα μειώνοντας τα επίπεδα των ορμονών stress αδρεναλίνης και κορτιζόλης και έχει χαλαρωτικά αποτελέσματα. Το stress αναστέλλει τις ανοσοποιητικές λειτουργίες. Το δασικό περιβάλλον τις ενισχύει έμμεσα, μειώνοντας τα επίπεδα των ορμονών stress.
5) Επίσης αυξάνει τα επίπεδα μιας καρδιοπροστατευτικής ορμόνης του λιπώδους ιστού, της λιπονεκτίνης (που συσχετίζεται στενά με παχυσαρκία, διαβήτη τύπου 2, καρδιοπνευμονικές ασθένειες και μεταβολικό σύνδρομο) καθώς και της θειικής διυδροεπιανδροστερόνης (παρέχει καρδιοπροστασία και προφυλάσσει από την παχυσαρκία και τον διαβήτη).
6) Επίσης φαίνεται ότι ο περίπατος σε δασικό περιβάλλον μειώνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε διαβητικούς ασθενείς»
7) Επειδή τα ΝΚ κύτταρα φονεύουν τα καρκινικά κύτταρα απελευθερώνοντας αντικαρκινικές πρωτεΐνες, και το δασικό περιβάλλον αυξάνει τη δραστηριότητα των ΝΚ κυττάρων και την ποσότητα των αντικαρκινικών πρωτεϊνών, η δραστηριότητα στο δασικό περιβάλλον μπορεί να έχει προληπτικά αποτελέσματα ενάντια στην καρκινογένεση.
Θεωρίες για τον ελεύθερο χρόνο
Ο Αυγερινός (1989, σ.123) αναφέρει τέσσερις διαφορετικές λειτουργίες που διατυπώθηκαν για τον ελεύθερο χρόνο.
- Η αναπαραγωγική λειτουργία: Στα προηγούμενα συστήματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης όπως το φεουδαρχικό σύστημα, καθώς και στην πρώτη φάση του καπιταλιστικού συστήματος η εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού γινόταν σχεδόν χωρίς κανένα περιορισμό τόσο για τους ενήλικες όσο ακόμη και για ανήλικα παιδιά: Όπως επισημαίνει ο Αυγερινός (1989, σ.127): «Σε όλη τη μακρά περίοδο του φεουδαρχικού συστήματος και του πρώϊμου καπιταλισμού, ο ελεύθερος χρόνος χρησίμευε σχεδόν αποκλειστικά για ξεκούραση και αναζωογόνηση από την καταπόνηση της εργασίας, αφού ήταν αδύνατο να αντέξει κανείς».
- Η ανασταλτική λειτουργία: Προσπαθώντας ο εργαζόμενος να αποβάλλει την αποξενωτική εργασία χρησιμοποιεί τον ελεύθερο χρόνο για δημιουργική δραστηριότητα. Ο εργαζόμενος αντικαθιστά την εργασιακή απασχόληση όπου προσπαθεί για επίδοση με την ελεύθερη, προσωπική και δημιουργική δραστηριότητα (Αυγερινός, 1989).
- Η συμψηφιστική λειτουργία: Ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου προσπαθεί να συμψηφίσει την ψυχική και σωματική φθορά της εργασίας με μία διαφορετική συμπεριφορά η οποία χαλαρώνει π.χ. ενασχόληση με την οικογένεια, εκδρομές, τουρισμός κ.λ.π. Αλλά αντίθετα από την αναμενόμενη συμπεριφορά, συχνά οι δραστηριότητες αναψυχής και τα ταξίδια επιτελούνται οικονομικά και ορθολογιστικά. Η διαπίστωση αυτή ότι η επαγγελματική συμπεριφορά περνάει στο υποσυνείδητο του ατόμου και τον ακολουθεί ακόμη και στην αναψυχή αποτελεί τη βάσης της κριτικής των θεωρητικών της σχολής της Φραγκφούρτης. Στον αγωνιστικό αθλητισμό αυτή η κατάσταση είναι ολοφάνερη. Ο αγωνιστικός αθλητισμός έχει άμεση σχέση με τον εργατικό ορθολογισμό, έτσι «στην πραγματικότητα ο αθλητισμός διπλασιάζει τον κόσμο της εργασίας» (Αυγερινός 1989, σ. 133). Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο συγγραφέας: «την παραγωγή ρυθμίζουν οι μηχανολόγοι, τα ρεκόρ οι αθλητίατροι και οι εργαφυσιολόγοι».
- Η παιδαγωγική λειτουργία: Δεν περιορίζεται μόνο στα πλαίσια του σχολείου αλλά επεκτείνεται και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς, όπως οι αθλητικές δραστηριότητες.
Ποιες κοινωνικές ομάδες μειονεκτούν όσον αφορά την αθλητική συμμετοχή και τις δραστηριότητες αναψυχής;
Οι Αλεξανδρής και Carroll (1997) συμπέραναν ότι οι ακόλουθες ομάδες ήταν μεταξύ των πλέον μειονεκτούντων όσον αφορά την αθλητική συμμετοχή: α) τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια εκπαίδευση), ανεξάρτητα από την ηλικία και το γένος, β) οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένες γυναίκες, γ) οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένοι παντρεμένοι-ες, δ) οι παντρεμένες γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας. Προκειμένου να επιτευχθεί κοινωνική αθλητική διαδικασία μέσα από την αύξηση συμμετοχής στα σπορ, οι συγγραφείς συνιστούν στους υπεύθυνους για την διανομή και διαχείριση των αθλητικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, να επικεντρώσουν την προσοχή τους σ’ αυτές τις ομάδες. Σε αντίθεση, οι δημογραφικές συνισταμένες δεν έδειξαν να σχετίζονται με τη συχνότητα της αθλητικής συμμετοχής.
Οι Αλεξανδρής και Carroll (1997) βρήκαν ότι υπάρχει μία λανθάνουσα επιθυμία των Ελλήνων για συμμετοχή στον αθλητισμό. Τα κυριότερα εμπόδια είναι τα προβλήματα του χρόνου και των εγκαταστάσεων/υπηρεσιών. Αυτά τα προβλήματα συνδέονται με την «ανεπαρκή προαγωγή του μαζικού αθλητισμού από την κεντρική κυβέρνηση». Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς «οι φτωχές δημόσιες αθλητικές εγκαταστάσεις και υπηρεσίες, τα περιορισμένα μαθήματα διδασκαλίας που στοχεύουν στους ενηλίκους και η ανεπαρκής προαγωγή του μαζικού αθλητισμού» συνδέονται με την επισήμανση του προβλήματος των εγκαταστάσεων/υπηρεσιών από όλους τους Έλληνες που πήραν μέρος στην έρευνα. Σε συμφωνία με προηγούμενους μελετητές οι Alexandris and Carroll (1997a) υποστηρίζουν το θεώρημα της «ιεραρχίας της σπουδαιότητας», τα εμπόδια ταξινομούνται από τα πιο άμεσα (εσωτερικά) μέχρι τα πιο απομακρυσμένα (δομικά), το οποίο υπονοεί ότι τα εσωτερικά εμπόδια είναι τα πιο δυνατά εμπόδια για τη συμμετοχή στην αναψυχή. Τα εσωτερικά εμπόδια έχουν σχέση με την υγεία, το επίπεδο φυσικής κατάστασης, την ικανότητα, τη γνώση και τις προηγούμενες εμπειρίες όπως τις αντιλαμβάνεται το άτομο. Για την απομάκρυνση των εσωτερικών εμποδίων οι συγγραφείς προτείνουν: α) βοήθεια από άλλα άτομα και β) κατάλληλα εισαγωγικά προγράμματα.
Ηλικιωμένοι και συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες.
Οι Curtis και White (1984) μοίρασαν έντυπο βοηθητικό ερωτηματολόγιο και έκαναν μια δευτεροβάθμια ανάλυση δεδομένων από την μεγάλη Έρευνα για την Καναδέζικη Εργατική Δύναμη με δείγμα 50.000 ενήλικες. Βρήκαν ότι ενώ 54% των νέων ανδρών (ηλικίας 20-29 ετών) συμμετείχαν σε μία ή περισσότερες αθλητικές δραστηριότητες περισσότερο από 10 φορές κατά τον προηγούμενο χρόνο, μόνο το 22% των ηλικιωμένων ανδρών (ηλικίας 60 χρονών και άνω) έκαναν το ίδιο. Τα ποσοστά των γυναικών ήταν 40% και 13% αντιστοίχως για τις ίδιες ηλικίες. Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των ανδρών που συμμετείχαν σ’ ένα άθλημα περισσότερο από 10 φορές κατά τον προηγούμενο χρόνο οι άνδρες μεσαίας ηλικίας συμμετείχαν ελαφρώς λιγότερο όχι μόνο από τους νεότερους άνδρες αλλά και από τους ηλικιωμένους.
Ο συνηθέστερος λόγος μη συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες για τους άνδρες που δεν ήθελαν να συμμετέχουν περισσότερο είναι η έλλειψη χρόνου λόγω εργασιακών υποχρεώσεων. Άλλη σημαντική αιτία για όλους ήταν η έλλειψη ευκαιριών συμμετοχής. Το πρόβλημα της εξεύρεσης παρέας για συμμετοχή στα σπορ χάνει τη σημασία του με την ηλικία αλλά για τους ηλικιωμένους αποτελεί ένα σημαντικό λόγο.
Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι: 1) Όσο μεγαλύτερο σε ηλικία είναι ένα άτομο τόσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο συμμετοχής του (θεωρία της αποσύνδεσης), 2) Εντούτοις οι συμμετέχοντες στα σπορ δεν εγκαταλείπουν την τάση τους για συμμετοχή όσο αυξάνει η ηλικία (θεωρία της συνέχισης των αθλητικών δραστηριοτήτων), 3) Όσο αυξάνει η ηλικία οι συμμετέχοντες μειώνουν τον αριθμό των διαφόρων σπορ που συμμετέχουν και εντείνουν τη συμμετοχή τους σε λιγότερες δραστηριότητες, οι οποίες θεωρούνται κατάλληλες για την τρίτη ηλικία (ερμηνεία του γηρασμού σύμφωνα με την εναλλακτική δραστηριότητα). 4) Οι ηλικιωμένοι έχουν λιγότερες ευκαιρίες να συμμετάσχουν σε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες απ’ ότι οι νέοι. Αξιοπρόσεκτο είναι το συμπέρασμα των συγγραφέων ότι αυτοί που συμμετέχουν σε μερικές αθλητικές δραστηριότητες από λίγο μπορεί να σταματήσουν εντελώς λόγω έλλειψης δέσμευσης ενώ αυτοί που εξειδικεύονται σε δεδομένες δραστηριότητες συνεχίζουν επειδή δείχνουν δέσμευση.
Επειδή η έρευνα των Curtis και White δεν ήταν μακροπρόθεσμη δεν μπορούν να εξαχθούν σίγουρα συμπεράσματα για τις αλλαγές κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής. Οι ίδιοι οι συγγραφείς προειδοποιούν ότι δεν μπορούν να γίνουν ακριβείς προβλέψεις για το μέλλον. Το κριτήριο των 10 συμμετοχών σε αθλητικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου που χρησιμοποίησαν προκειμένου να προσδιορίσουν εάν κάποιος συμμετείχε ή όχι είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Ατυχώς οι συγγραφείς δεν ανέφεραν με ποιον τρόπο κατάρτισαν την λίστα με τους σταθερούς λόγους μη συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες.
Ποιοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν επιχειρείται να δοθεί λύση στο πρόβλημα της αναψυχής και της άθλησης των ανέργων;
Η επαγγελματική εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της αναπτυξιακής πολιτικής κάθε χώρας και ότι η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη μιας χώρας συμβαδίζει με το επίπεδο της παρεχόμενης από αυτήν παιδείας. Μιας παιδείας, η οποία δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από την εργασία και την παραγωγή. [3] Η ανεργία αυξάνει κατά ένα τρίτο τις πιθανότητες για έναν άνθρωπο να πεθάνει στην επόμενη δεκαετία και ιδιαίτερα για τους μεσήλικες οι πιθανότητες να πεθάνουν την επόμενη δεκαετία διπλασιάζονται (Maser, Fox, Jones & Goldblatt 1986 και 1987 cited in Smith, 1992). Όπως αναφέρει ο Smith (1992) οι άνδρες πιθανότατα πεθαίνουν από αυτοκτονίες, καρκίνο, ατυχήματα και βία. Ο συγγραφέας δεν είναι σίγουρος με ποιο τρόπο ακριβώς η ανεργία σκοτώνει αλλά είναι βέβαιος ότι αυτός ο θάνατος είναι «ένας συνδυασμός της φτώχειας, του stress, της μη-υγιούς συμπεριφοράς και των καταστροφικών αποτελεσμάτων πάνω στην ψυχική υγεία”. Οι άνεργοι γεύονται το φόβο, την κατάθλιψη, τις νευρωτικές διαταραχές, τη μειωμένη αυτο-εκτίμηση, το διαταραγμένο ύπνο, το στίγμα, την ταπείνωση, το μειωμένο σκοπό για τη λήψη αποφάσεων και είναι πιθανότερο να αυτοκτονήσουν ή να αυτοτραυματιστούν από ότι οι άλλοι εργαζόμενοι (Warr 1987 cited in Smith 1992). «Η ψυχολογική καταστροφή απορρέει κυρίως από το χάσιμο της κοινωνικής θέσης του σκοπού των κοινωνικών επαφών, του εισοδήματος και ενός αισθήματος ότι κάποιος ανήκει κάπου και υπάρχει” (Smith, 1992).
Για παράδειγμα το 1986 μετά την πολύ σημαντική απεργία των μεταλλωρύχων η ανεργία στη Βρετανία έφτασε τον αριθμό-ρεκόρ των 3.400.000 ανέργων, που αντιπροσώπευε τότε το 14,1% της εργατικής δύναμης της χώρας (The Times 31-1-1986). Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, περίπου την ίδια εποχή, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΕΔ, η ανεργία έφθανε το 9,86% του εργατικού δυναμικού της χώρας μέσα στο 1998. [4] Ένα κοινωνικό πρόβλημα που έχει άμεση σχέση το φαινόμενο της βίας είναι η ανεργία. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (Μέγας, 2002: 24) «οι παράγοντες ανασφάλειας των νέων ηλικίας 15-29 ετών ειδικά για την Ελλάδα είναι οι ακόλουθοι: 1) Η ανασφάλεια που επιφέρει η ανεργία των νέων, η οποία αποτελεί ένα πρόβλημα κεφαλαιώδους κοινωνικής σημασίας και εκφράζεται με την αβεβαιότητα εξασφάλισης των υλικών όρων διαβίωσης, παράλληλα με την σωρεία αρνητικών ψυχολογικών παρενεργειών. 2) Η ανασφάλεια πού προέρχεται από την προσωρινότητα και την αβεβαιότητα της απασχόλησης των νέων. 3) Η ανασφάλεια για το μέλλον που απορρέει από την θέση στην οποία βρίσκεται ένα τμήμα της νεολαίας απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο διέπεται από κανόνες που παράγουν την κατάσταση αυτή. 4) Η ανασφάλεια από την διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών. 5) Η ανασφάλεια από την ελλιπή ένταξη στην αγορά εργασίας.
Η ανεργία των νέων αποτελεί ένα κεντρικό και θεμελιώδες πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας. Στο 23,6% αυξήθηκε η ανεργία το δ’ τρίμηνο του 2016 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.648.565 άτομα και των ανέργων σε 1.123.990 άτομα. (http://newpost.gr/ellada/595526/elstat άρθρο του Σταύρου Μαρίνη) Όπως το 2002 ήταν γνωστό (σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Μέγα 2002) «παρά το γεγονός ότι οι άνεργοι στο σύνολο προέρχονται κυρίως από το μέτριο και το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, ωστόσο περισσότεροι από το 27% των ανέργων έχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης». Είναι αξιοσημείωτο ότι μέσα σε μια μόνο εβδομάδα 30.000 Βρετανοί ανθρακωρύχοι έμαθαν ότι θα έχαναν τις δουλειές τους. Όπως επισημαίνει ο Richard Smith (1992), εκδότης της «Βρετανικής Ιατρικής Επιθεώρησης», «ο απότομος τρόπος με τον οποίο κάποιοι ανθρακωρύχοι πετάχθηκαν έξω από τις δουλειές τους τις οποίες διατήρησαν για 20-30 χρόνια μόνο με προειδοποίηση δύο ημερών, πιθανότατα έχει υπερβολικά καταστροφικά αποτελέσματα».
H παροχή ευκαιριών για άθληση και ψυχαγωγία των ανέργων αυξήθηκε. Όπως βρήκαν οι Pack, Kay & Glyptis (1986), 323 (71%) των τοπικών αρχών στη Βρετανία έκαναν κάποιο είδος παροχής άμεσα ή έμμεσα προς τους ανέργους. Οι στόχοι των αρχών στην εισαγωγή προγραμμάτων για τον αθλητισμό ήταν:1) Να απομακρύνουν το οικονομικό εμπόδιο της συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες μειώνοντας το κόστος εισόδου στα γυμναστήρια. 2) Να βοηθήσουν τους ανέργους να ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση τους αναπτύσσοντας αθλητικές και κοινωνικές επιδεξιότητες. 3) Να αυξήσουν τη χρήση των γυμναστηρίων σε ώρες που δεν υπάρχει τζίρος. 4) Για πολιτικούς λόγους, όπως π.χ. σαν ένδειξη προς τους ανέργους ότι φαίνεται να κάνουν κάτι, ειδικά όταν γειτονικές τοπικές αρχές έχουν προγράμματα.
Όπως εντόπισαν οι συγγραφείς ένας από τους τύπους παροχών είναι και τα οργανωμένα μαθήματα τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να διεξαχθούν στη φύση. Οργανωμένα μαθήματα για να δοθεί η δυνατότητα άσκησης με φθηνές τιμές αλλά και για να αναπτυχθούν οι κοινωνικές σχέσεις των ανέργων μεταξύ τους. Η ανταπόκριση των ανέργων στα προγράμματα δεν ήταν η αναμενόμενη. Υπήρξε απάθεια, μεγάλες μεταβολές στη χρήση των γυμναστηρίων χωρίς φανερό λόγο και χαμηλή συμμετοχή των νέων γυναικών και των ηλικιωμένων ανδρών. Οι τοπικές αρχές είχαν πρόβλημα στην αναγνώριση του στόχου τους, έκαναν σποραδική διαφήμιση, είχαν κακή συνεργασία με την κοινότητα και τις νομαρχιακές αρχές με αποτέλεσμα τη δύσκολη πρόσβαση στα γυμναστήρια και έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη μειωμένη παρακίνηση των υπαλλήλων και τη κατάχρηση των διευκολύνσεων εξαιτίας βανδαλισμών, θορυβώδους συμπεριφοράς ή ανταλλαγή της ειδικής κάρτας των ανέργων (UB40) με φίλους και γνωστούς. Η επιτυχία των προγραμμάτων εξαρτάται από την κοινωνικότητα των αρχηγών. Θετικό σημείο ήταν ότι υπήρχαν επαγγελματικές προοπτικές για τους εθελοντές στο πρόγραμμα.
Οι Pack, Kay and Glyptis (1986) έδωσαν τις ακόλουθες συμβουλές για το μέλλον: ξεκαθάρισμα των στόχων, καθορισμός της ομάδας ενδιαφέροντος, απλοποιημένες οδηγίες για την αναγνώριση ταυτότητας, μεγαλύτερη δημοσιότητα, επαφές με άλλους οργανισμούς, ανεπίσημη μέθοδος διαδασκαλίας, στατιστική ανάλυση και μακροχρόνιος προγραμματισμός. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός με την ειδική κάρτα UB40. Μπορεί τα δεδομένα που αναφέρθηκαν να μην αντιστοιχούν με τα ελληνικά, αλλά κάποτε θα πρέπει να γίνει έρευνα πάνω σ’ αυτό το θέμα για να γίνουν γνωστά τα σχετικά δεδομένα.
Ενώ οι συνταξιούχοι και οι νοικοκυρές παραμένουν αξιοσημείωτα ανενεργοί στα σπορ, οι άνεργοι είναι εκπληκτικά ενεργοί (General Household Survey 1977 cited in Torkildsen 1983 σ. 188). Άλλες φυσικές δραστηριότητες απαιτούν χρήματα και άλλες όχι. Το οικονομικό κόστος μπορεί να εμποδίζει τους άνεργους να συμμετάσχουν σε κάποια ακριβά σπορ. Η απάθεια και η έλλειψη ενδιαφέροντος λόγω ανεργίας μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός λόγος.
Η ανάγκη για επιστημονική διαχείριση της αναψυχής
O Beckers (1995) επισημαίνει ότι οι ερευνητές του χώρου της αναψυχής έχουν άγνοια για την ιστορία των ερευνών στο χώρο αυτό, διακατέχονται από έλλειψη αυτο-εκτίμησης και αδυνατούν να συγκρίνουν τα δικά τους ερευνητικά αποτελέσματα με αποτελέσματα ερευνών σε άλλες χώρες. Ο συγγραφέας διαπιστώνει σημαντικές διαφορές μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων ερευνητών του χώρου της αναψυχής. Σύμφωνα με τον Beckers, η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι ενώ η κυρίαρχη προσέγγιση στις ΗΠΑ είναι ψυχολογική, στην Ευρώπη η έρευνα είναι κυρίως κοινωνιολογική. Επίσης, ενώ, σήμερα οι έρευνες στο χώρο της αναψυχής περιορίζονται μέσα στα στενά εθνικά πλαίσια, στο παρελθόν (από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) οι ερευνητές είχαν ένα διεθνή προσανατολισμό. Η αναγνώριση του δικαιώματος των εργαζομένων στον ελεύθερο χρόνο οδήγησε στην ανάγκη για επιστημονική διαχείριση της αναψυχής. Οι αρχηγοί του εργατικού κινήματος συμμάχησαν με τους αρχηγούς του κινήματος για την αναψυχή. Όπως αναφέρει ο Beckers (1995 σ. 332) μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκαν τα κράτη της κοινωνικής πρόνοιας τα οποία προσπάθησαν να διοχετεύσουν την διάθεση των μαζών για αναψυχή με έναν ορθολογικό τρόπο. Η μελέτη της αναψυχής χρησιμοποιήθηκε για τον κοινωνικό έλεγχο των μαζών. Σαν αποτέλεσμα της εμπορευματοποίησης της αναψυχής ασκήθηκε οξεία κριτική από φιλόσοφους της σχολής της Φρανκφούρτης. Οι ερευνητές του χώρου της αναψυχής κατηγορήθηκαν ότι δεν πρόσεξαν επαρκώς το θέμα του καταναλωτισμού και των δυνάμεων της αγοράς επειδή οι ίδιοι ήταν εξαρτημένοι από το κράτος. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η προσέγγιση της αναψυχής έγινε όλο και περισσότερο οικονομική και εμπορική, επηρεασμένη προφανώς από το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων και της κατανάλωσης. Όπως επισημαίνει ο Beckers (1995, σ. 334): η νέα γενιά των ερευνητών αμφισβητεί την αυτονομία του χώρου της αναψυχής και πιστεύει ότι η αναψυχή είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο, όχι απλά το προϊόν μίας ελεύθερης επιλογής και συμπεριφοράς.
Τουρισμός και αθλητισμός
Ο αθλητικός τουρισμός αποτελεί ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα τμήματα της βιομηχανίας τουρισμού. Αλλά σε αντίθεση με όσους πιστεύουν ότι ο αθλητικός τουρισμός δεν έχει σχέση με την κοινωνική τάξη, το γένος και τη φυλή του ατόμου, ο Gibson (1998) προτείνει μια περισσότερο κριτική προσέγγιση στη μελέτη αυτής της δραστηριότητας. Όπως συμπεραίνει ο Gibson (1998) ο αθλητικός τουρισμός όχι μόνο δεν είναι δημοκρατικός και ανοιχτός σε όλους όσους θα ήθελαν να ασχοληθούν μ’ αυτόν, αλλά αντίθετα τείνει να γίνεται όλο και πιο εκλεκτικός. Οι Gibson, Attle και Yiannakis (1997) περιγράφουν τον ενεργό αθλητικά τουρίστα σαν πλούσιο άρρενα με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ο οποίος είναι πρόθυμος να ταξιδέψει μακρινές αποστάσεις για να συμμετάσχει στα αγαπημένα του αθλήματα, τείνει να συμμετέχει σε επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα και όχι σε μία και μοναδική εκδρομή τουριστικού αθλητισμού και τέλος, είναι πιθανό να παραμείνει ενεργός αθλητικά τουρίστας και μετά την συνταξιοδότησή του.
Οι ξένοι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας επιθυμούν να ασχοληθούν με φυσικές κινητικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της παραμονής τους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει την σύνδεση των οργανωμένων προγραμμάτων αναψυχής και σπορ με τον τουρισμό. Ο Νικηταράς (σ. 126) προτείνει τα εξής μέτρα σε επίπεδο Δήμου για την προώθηση αυτής της σύνδεσης: 1) Θέσπιση Τουριστικής Ημέρας (παραδοσιακοί Ελληνικοί χοροί, γιορτή κρασιού, αθλητικοί αγώνες). 2) Καθιέρωση λαϊκών αθλητικών αγώνων με ιστορική σημασία (π.χ. Ιπποκράτειος δρόμος). 3) Διεύρυνση του θεσμού της Ναυτικής Εβδομάδας (συμμετοχή τουριστών σε αγώνες κολύμβησης, surfing, ski, ψαρέματος, beach – volley). 4) Οργάνωση πεζοποριών σε αξιόλογα μέρη. 5) Καθιέρωση κινήτρων για τις συμμετοχές τουριστών στις δραστηριότητες αυτές (π.χ. προσφορές από ξενοδόχους, προσφορά εισιτηρίων κ.λ.π.). Για τον ισολογισμό των εξόδων ο Νικηταράς προτείνει την οργάνωση από τον Δήμο αμειβομένων χορευτικών συγκροτημάτων, την δημιουργία Δημοτικών επιχειρήσεων θαλασσίων σπορ κ.α.
Οι επιχειρήσεις αναψυχής έχουν αυξήσει με γεωμετρική πρόοδο την πελατεία τους και οι ανάγκες για επαγγελματίες αναψυχής έχουν αυξηθεί. Σύμφωνα με στοιχεία γραφείου Outdoor activities ο αριθμός των ατόμων που κατέβηκαν ποταμό με rafting στην Ελλάδα είχε δεκαπλασιασθεί μέσα σε μία δεκαετία (1990-2000). Επίσης, ενώ ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν δοκιμάσει το canyoning, μετά στην ίδια δεκαετία σημειώθηκε γεωμετρική πρόοδος. Η αγορά πλουτίζεται καθημερινά με νέα σπορ αλλά υπάρχει παντελής απουσία της αίσθησης των πιθανών κινδύνων από τους πελάτες. Τα πιο επικίνδυνα αθλήματα θεωρούνται το ποδήλατο βουνού και η ιππασία. Η παιδεία των Ελλήνων στις υπαίθριες δραστηριότητες είναι φτωχή.
Ο Αυθίνος (1998) προτιμά τη δημιουργία δημοτικών και αναπτυξιακών επιχειρήσεων οι οποίες θα λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με αυτή τη νομική μορφή των τοπικών φορέων άσκησης για όλους παρέχεται διοικητική ευελιξία σε θέματα προγραμματισμού και υλοποίησης των στόχων τους (εξεύρεση εναλλακτικών οικονομικών πόρων, γρήγορες προμήθειες, προσλήψεις προσωπικού με συμβάσεις εργασίας κλπ.). Αλλά η συνεχής ανανέωση των συμβάσεων εργασίας δημιουργεί αβεβαιότητα στο προσωπικό, υποσκάπτει το ηθικό και τη διάθεσή τους για δουλειά με μακροπρόθεσμους στόχους. Όταν η πληρωμή των εργαζομένων με σύμβαση δεν γίνεται τακτικά αλλά όποτε βρεθούν χρήματα στο ταμείο της Δημοτικής Αναπτυξιακής Επιχείρησης, οι συνέπειες είναι αρνητικές για την ποιότητα και την ποσότητα των παρεχομένων υπηρεσιών στους δημότες.
Πολλά καινούργια σπορ που ξεκίνησαν σαν αναψυχή όπως π.χ. το beach-volley, που πρωτοεμφανίστηκε το 1970 στην Καλιφόρνια, έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το status του Ολυμπιακού αθλήματος. Εάν το ζητούμενο είναι η αύξηση της τουριστικής κίνησης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, τότε πολλές υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες μπορούν να προσελκύσουν τουρίστες κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου.
Το τουριστικό όραμα στην Ελλάδα ήταν η αντιπαροχή διότι υπάρχει απουσία άλλων υψηλόφρονων οραμάτων. [5] Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μπουκαλάς (2007): «όραμα λοιπόν ο οικοτουρισμός. Και μάλιστα ο τουρισμός σε όλη τη διάρκεια του έτους, χειμώνα καλοκαίρι, σε βουνά και ποτάμια, σε νησιά και λίμνες, ώστε ένα μη μείνει τίποτε ατρύγητο. Γι΄ αυτό και βγαίνουν σωρηδόν οι άδειες, ακόμα και αν είναι να οικοδομηθούν μεγαθήρια δύο μέτρα από τη θάλασσα, ακόμα και αν είναι να κοπούν δάση, ακόμη και για να κατασκευασθεί ένα γήπεδο γκόλφ (αυτή είναι η τελευταία μανία μας) πρέπει να καταστραφούν πολύτιμα οικοσυστήματα». Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι να ξεσπάσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
Προτάσεις
Στην Ελλάδα πρέπει να αναπτυχθεί ένα αποτελεσματικό σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των οργανώσεων των νέων, των εθελοντικών οργανώσεων και των ιδιωτικών εταιριών. Επίσης πρέπει να δημιουργηθεί ένα forum συζητήσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων πλευρών προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα, να προωθηθούν τα συμφέροντα της ανεπίσημης εκπαίδευσης και αναψυχής και να προστατευτεί το περιβάλλον. «Υπαίθρια περιπέτεια και πρόκληση προς τους νέους» με στρατηγικό στόχο να πολλαπλασιασθούν οι ευκαιρίες για συμμετοχή, ιδιαίτερα στις αποστερημένες περιοχές, να αυξηθεί η ποιότητα της εμπειρίας, να γίνει πιο αποτελεσματική η οργάνωση αυτών των δραστηριοτήτων και να ενημερωθούν οι νέοι για το τι προσφέρεται. Ο Γαλλής (2013), προτείνει την ενσωμάτωση της Δασικής Ιατρικής στο Εθνικό Σύστημα Υγείας προκειμένου να προσφερθούν ευκαιρίες πρόληψης νοσημάτων μέσα από οργανωμένες δραστηριότητες στο δασικό περιβάλλον που συνοδευόμενες από πολιτιστικές δράσεις και υγιεινή διατροφή, μπορούν να προσελκύσουν υψηλού επιπέδου επισκέπτες από όλο τον κόσμο με προφανή οφέλη για την εθνική, περιφερειακή και τοπική οικονομία.
Προτάσεις για μελλοντικές έρευνες.
Ο Parker (1986) έκανε κριτική στους ερευνητές των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου επειδή ενδιαφέρονται πάρα πολύ για τις δραστηριότητες αλλά όχι για τις εμπειρίες. Συμπέρανε ότι οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου δεν αποτελούν ένα απομονωμένο κομμάτι της ζωής και της κοινωνίας. Μάλλον μέσα από τους φακούς των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου μπορούμε να δούμε όλη την κοινωνία και τη ζωή. Υπάρχει ανάγκη για περισσότερη πληροφόρηση όσον αφορά τις συνήθειες των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου οι οποίες επιφέρουν μέγιστη συνεισφορά στην υγεία. Απαιτούνται καλύτερες μέθοδοι υπολογισμού της συνολικής δαπάνης ενέργειας. Εντούτοις, στις αναλύσεις πρέπει να συνυπολογισθεί το γένος, το επάγγελμα, το κάπνισμα, τα οινοπνευματώδη κλπ. (Fentem, 1989 κάνοντας αναφορά στο Παγκόσμιο Συνέδριο Φυσικής Αγωγής και Υγείας το 1988). Η προτροπή των McInnes και Glyptis (1986) να στραφεί το ενδιαφέρον των ερευνητών περισσότερο στα άτομα έξω από κοινωνικές ομάδες, συγκρούεται με την άποψη της Smith (1987) ότι τα άτομα πρέπει να ερωτηθούν με ποιους συμμετέχουν σε φυσικές δραστηριότητες. Οι McInnes και Glyptis (1986) τονίζουν ότι οι κοινωνικές ομάδες (π.χ. γυναίκες, άνεργοι κλπ.) δεν είναι ομοιογενείς και ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία της ατομικότητας.
Βιβλιογραφία
Alexandris, K. and Carroll, R. (1997). An Analysis of Leisure Constraints based on Different Recreational Sport Participation Levels: Results from a study in Greece. Leisure Sciences,
Alexandris, K. and Carroll, R. (1998). The Relationship between Selectes Demographic Variables and Recreational Sport Participation in Greece. International Review for the Sociology of Sport, 33, 3, 291-297.
Beckers, Theo (1995), Back to Basics: International Communication on Leisure Research, Leisure Sciences, 17, 327-226
Bowles S. and Gintis, H. (1976). Schooling in Capitalist America, Routledge and Kegan Paul, London, U.K.
Brohm, Jean-Marie (1976). Sport – a prison of measured time. First published as Critiques du Sport by Christian Bourgeois Editeur, Paris.
Department of Environment and Welsh Office (1991). Planning Policy Guidance: Sport and Recreation. PPG17. Her Majesty’s Stationery Office, London.
Fentem, P. (1989). The challenge to the industry: Looking after the nation. The National Fitness Survey. In: Recreation Management, 1989. The Sport’s Council National Seminar and Exhibition. Wembley Conference Centre, March 1989.
Gibson, H; Attle, S. and Yiannakis, A. (1997). Segmenting the sport tourist market: a likespan perspective. Paper presented at Training for Success: A Forum on Sport Tourism, 6-8 March, Arlington, V.A.
Gibson, Heather (1998). Active sport tourism: Who participates? Leisure studies. Vol. 17, No 2, pp. 155-170.
Murray, Carl (1988). The Brixton Recreation Centre: An analysis of political institution. International Review for the Sociology of Sport, Vol. 23, No 2, pp. 125-137.
Pack, C.M., Kay, T.A. and S.A. Glyptis (1986). Targetting the unemployed: a review of public sector sports policies and provision in the U.K. In J.A. Mangan and R.B. Small (eds) Sport, Culture, Society. International historical and sociological perspectives. Proceedings of the VIII Commonwealth and International Conference on Sport, Physical Education, Dance, Recreation and Health.
Putnam, R. (1989). Sport and Recreation in the countyside – adventure activities. In Recreation and management, Wembley Conference Center. Published by the sports Council.
Parker, S (1986). Leisure. In: Burgess, Robert (ed.) Key variables of social investigation. Routledge and Kegan Paul, London, U.K.
Smith, Joan (1987). Men and women at play: gender, life cycle and leisure. In: Horne, Jary and Tomlinson (ed.). Sport, leisure and social relations. Sociological Review Monograph 33. Routledge & Kegan Paul, London and New York.
Sports Council & Economic and Social Research Council (1985). Leisure and Social Change. Proposals for the continuing development of leisure research. Executive Panel on Leisure and Recreation to its Sponsors. London.
Torkildsen, G. (1983) Leisure and recreation management. Published by E. & F.N. Spon, London, U.K.
Ελληνόφωνη
Αυγερινός (1989). Κοινωνιολογία του αθλητισμού. Εκδόσεις Σάλτο, Θεσσαλονίκη.
Αυθίνος, Γιάννης (1998). Άσκηση – Άθληση – Κινητική Αναψυχή – Οργανωτική διάσταση. Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΤΕΦΑΑ Αθηνών.
Γαλλής, Χρίστος (2013), Green Care: for Human Therapy, Social Innovation, Rural Economy, and Education». Public Health in the 21st Century (Νέα Υόρκη 2013).
Λαζαρίδης, Σταύρος (1999). Ομιλία του Λαζαρίδη, οδηγού βουνού/ποταμού, κατά τη διάρκεια σεμιναρίου της ΕΓΒΕ με θέμα “Υπαίθριες δραστηριότητες – Αναψυχή” – Νέοι ορίζοντες επαγγελματικής δραστηριότητας για τους πτυχιούχους Φυσικής Αγωγής. 6-7 Μαρτίου 1999, Εθνικό Γυμναστήριο Μίκρας.
Μέγας Χ. (2002). Ανεργία, εκπαίδευση, απασχόληση και οικογένειας «καίνε» τους νέους. Ελευθεροτυπία, 21-10-2002, σ.24. Ρεπορτάζ από έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Νικηταράς Ν. , Μαζικός Λαϊκός Αθλητισμός. Θεωρητικό πλαίσιο. Εκδόσεις Τελέθριον, Αθήνα.
Σταμίρης, Γ. (1995). Κοινωνιολογία του αθλητισμού. Κοινωνιολογία του αθλητισμού. Εκδόσεις Ζήτα, Κ. & Γ. Ζερμπίνη, Ο.Ε. Δεύτερη ανανεωμένη έκδοση.
Τσίπηρας, (1992). Τα βουνά της Ελλάδας. Εκδόσεις Λιβάνη.
Άρθρο του Κουκουρή Κωνσταντίνου, Ph.D Το άρθρο αποτελεί περίληψη κεφαλαίου με τον ίδιο τίτλο το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του ιδίου. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Η κοινωνική διάσταση του αθλητισμού», 2009, Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο είναι διαθέσιμο από τον συγγραφέα στην μειωμένη τιμή των 15 ευρώ. Αρχική τιμή βιβλιοπωλείων 29 ευρώ. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αναδημοσίευση χωρίς την άδεια του συγγραφέα.
Υποσημειώσεις.
[1] Αλεξίου, Μαρκέλλα (2012). Εισιτήριο στο Σειχ –Σου σκέφτεται να επιβάλλει ο (δήμαρχος) Μπουτάρης. Κοινή Συνέντευξη με τον Υπουργό Περιβάλλοντος Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Τύπος Θεσσαλονίκης. 3 Μαρτίου 2012.
[2] Escape, Το περιοδικό της μεγάλης φυγής. τ. 2, Φεβρουάριος 1997, σ. 3.
[3] Άρθρο του Νίκου Βουργιουντζή στη Μακεδονία – Επιλογές, Απρίλιος 1991.
[4] Δημοσίευμα στο Έθνος, 29 Ιανουαρίου 1999. Ρεκόρ ανεργίας με 9,86%, της Κατερίνας Κοκκαλιάρη.
[5] Μπουκαλάς, Π. (2007). Μονάδες και μονέδες. Καθημερινή, 14-4-2007.